Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υπερβρωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερβρωμικό οξύ» χημ. οξυγονούχο οξύ τού βρώμιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βρωμικός (< βρώμιο)] … Dictionary of Greek